- γαύρου
- γαύ̱ρου , γαῦροςexulting inmasc/fem/neut gen sgγαυρόωmake proudpres imperat act 2nd sgγαυρόωmake proudimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαυροῦ — γαυρόομαι make proud pres imperat mp 2nd sg γαυρόομαι make proud imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) γαυρόω make proud pres imperat mp 2nd sg γαυρόω make proud imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά … Dictionary of Greek